- Κάλανος
- Κάλανοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κάλανος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 140 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 38 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρρών … Dictionary of Greek
Καλάνου — Κάλανος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλάνῳ — Κάλανος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλανον — Κάλανος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАЛАН — • Calanus, Κάλανος, один из так называемых гимнософистов или брахманов, с которым познакомился в Индии Александр Великий; он сопровождал царя в Персию и, захворав, окончил свою жизнь добровольной смертью на костре. Cic. tusс. 2, 22.… … Реальный словарь классических древностей
γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek